εφυγρος

εφυγρος
    ἔφυγρος
    ἔφ-υγρος
    2
    влажный, сырой Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "εφυγρος" в других словарях:

  • έφυγρος — η, ο (Α ἔφυγρος, ον) υγρός στην επιφάνεια, νοτισμένος («ἔφυγροι ὀμφαλοί», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ὑγρός] …   Dictionary of Greek

  • ἔφυγρον — ἔφυγρος moist on the surface masc/fem acc sg ἔφυγρος moist on the surface neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφυγροτέροις — ἔφυγρος moist on the surface masc/neut dat comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφύγροις — ἔφυγρος moist on the surface masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφύγρων — ἔφυγρος moist on the surface masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔφυγροι — ἔφυγρος moist on the surface masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφυγραίνω — (Α ἐφυγραίνομαι) [έφυγρος] μέσ. εφυγραίνομαι γίνομαι υγρός στην επιφάνεια, νοτίζομαι, υγραίνομαι από πάνω νεοελλ. κάνω υγρή την επιφάνεια κάποιου αρχ. ιατρ. (για την κοιλία και τα έντερα) ελαφρύνομαι, εκλύομαι …   Dictionary of Greek

  • υγρός — ή, ό / ὑγρός, ά, όν, ΝΜΑ, και τ. θηλ. ά και ογρός, ή, ό Ν, και ιων. τ. θηλ. ὑγρή Α 1. υδατώδης (α. «υγρό στοιχείο» η θάλασσα και, γενικότερα, τα νερά β. «ὅ σφωϊν μάλα πολλάκις ὑγρὸν ἔλαιον χαιτάων κατέχευε», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που ενέχει υγρασία,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»